27/5/10

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΝΑ ΜΕΤΑΤΡΑΠΕΙ Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΜΑΣ ΣΕ ΑΠΛΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΛΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΑΥΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ

Ανακοίνωση 225 / 26.5.«2010»

Όπως δυστυχώς συνηθίζεται εδώ και 5 χρόνια κάθε Μάϊο και Ιούνιο, το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών έγινε και εφέτος αποδέκτης αρκετών απαράδεκτων γραπτών και ηλεκτρονικών επιστολών από κυρίως ανώνυμα άτομα που ανήκουν (ή παριστάνουν ότι ανήκουν!) στον λεγόμενο «αρχαιολατρικό» ή «ελληνοπρεπή» χύδην «χώρο», ο οποίος ως γνωστόν αυτή την χρονική περίοδο αναλώνεται στο να διοργανώνει κάποιες δήθεν «ενωτικές», συμφυρματικές και φεστιβαλικού χαρακτήρα εκδηλώσεις. Η αφορμή γι’ αυτή την εντελώς απρόκλητη «εκστρατεία» που κάποιοι προφανώς έχουν συντονίσει εναντίον μας, γνωρίζουμε βεβαίως ότι δεν είναι άλλη από την γνωστή επιλογή ημών, του κύριου φορέα της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, να μην ξανασυμμετάσχουμε σε τέτοιου είδους συμφυρματικές εκδηλώσεις. Επειδή όμως οι αντιδράσεις κάποιων ανθρώπων από γελοίες έχουν γίνει τώρα πλέον και αηδιαστικές, είμαστε υποχρεωμένοι να αποσαφηνίσουμε για πολλοστή, πλην όμως τελευταία φορά, κάποια πράγματα, αλλά και ταυτόχρονα να ανακοινώσουμε μερικά νεότερα.

Πριν από δύο περίπου δεκαετίες εξουσιοδοτηθήκαμε να φέρουμε ανοικτά στο νεο-ελληνικό κοινωνικό προσκήνιο το ζήτημα της παλινόρθωσης της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, το οποίο έθεσαν τελευταίοι οι, κυρίως «στρατιότι», πολυάριθμοι οπαδοί του Πλήθωνος στον Μωρέα και την Ήπειρο και επί πεντέμισι αιώνες μαύρου κατατρεγμού διατηρήθηκε επίκαιρο και θερμό μέσα από οργανωμένες μυστικές οδούς που κατόρθωσαν να το φέρουν με επιτυχία μέχρι τις ημέρες μας. Ελάχιστα χρόνια μετά από εκείνη την εξουσιοδότηση, ιδρύσαμε και τυπικά πλέον το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών και έκτοτε δώσαμε έναν ανεπανάληπτο, απέραντα μεγάλο και πολύ δύσκολο αγώνα, με σκοπό την υγιή επανελλήνιση μέσα από την παλινόρθωση της πραγματικής εθνικής μας Παράδοσης και Θρησκείας και την θεσμική αναγνώριση της τελευταίας από την νεοελληνική πολιτεία.

Απέναντι μας βρήκαμε από την πρώτη κιόλας στιγμή την στυγνή ορθόδοξη θεοκρατία, που εξαρχής, όπως και σήμερα ακόμη, αντιμάχεται μια τέτοια προοπτική με κάθε πρόσφορο γι’ αυτήν μέσο που μπορεί να της παράσχει η τεράστια οικονομική και πολιτική της δύναμη. Όμως αυτό ήταν αναμενόμενο. Σε κάθε αγώνα ενός καταστημένου του οποίου τα θεμέλια τρίζουν και θρυμματίζονται, είναι απολύτως αναμενόμενη η χρήση της απειλής, του εκβιασμού, της εξαγοράς, της οικονομικής ή επαγγελματικής βλάβης, της συκοφαντίας, της πληρωμένης στράτευσης, του αντιπερισπασμού και όλου του σχετικού οπλοστάσιου που ήδη και κατ’ επανάληψη δοκιμάστηκε εναντίον μας, με εξαίρεση μόνον την προσπάθεια φυσικής εξόντωσής μας, προφανώς από τον φόβο των βαριών ποινικών ευθυνών σε περίπτωση ανακάλυψης των ηθικών και φυσικών δραστών.

Δεν ήσαν όμως μόνο οι θεοκράτες και οι πολύμορφοι βαλέδες τους που βρέθηκαν απέναντί μας. Μετά από αιώνες αποκοπής της συντριπτικής πλειοψηφίας του έθνους των Ελλήνων από την αρετή, την ευσέβεια και την αιδώ των παλαιών ελεύθερων προγόνων μας, στάθηκε εξαιρετικά δύσκολο να περάσει στους πολλούς το τι ακριβώς είναι και τι ακριβώς απαιτεί η Ελληνική Εθνική Θρησκεία. Οι περισσότεροι την εξέλαβαν και εξακολουθούν να την εκλαμβάνουν λανθασμένα (ή επειδή έτσι τους βολεύει) είτε ως εφαλτήριο για αντιχριστιανισμό ή αντιεβραϊσμό, είτε ως προθάλαμο στον εθνικισμό, είτε ως πεδίο βιοπορισμού ή ικανοποίησης καταξιωτικών συνδρόμων, είτε ως πλαίσιο φυγής από την πραγματικότητα και ονειροπόλησης, είτε ως δικαιολογία για οργάνωση μαζικών φεστιβαλικών εκδηλώσεων, μοναδικός σκοπός των οποίων είναι «να περνάει καλά» το κατά κανόνα άσχετο με την εθνική μας θρησκευτικότητα πλήθος.

Οι πρώτες από αυτές τις εκτροπές είναι βεβαίως αντιμετωπίσιμες, αν και όχι δίχως σημαντική από πλευράς μας σπατάλη πολύτιμων δυνάμεων. Εκείνο όμως που δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε, και δεν είναι του ενδιαφέροντός μας άλλωστε κάτι τέτοιο, είναι η τάση των ανθρώπων της εποχής μας προς την ελάσσονα προσπάθεια, το επιφανειακό, το θεαματικό, το διασκεδαστικό και, κυρίως, προς αυτό που δεν απαιτεί αλλαγή έθους και συνείδησης. Μετά από μία περίπου δεκαετία τέτοιων εκτροπών, γινόμαστε σήμερα μάρτυρες μιας μανίας ελληνοφανούς φεστιβαλισμού, που θεωρεί ότι υπηρετεί την επανελλήνιση με το να συγκεντρώνει από καιρού εις καιρόν μικροπλήθη παντελώς άσχετων με την Εθνική μας Θρησκεία ανθρώπων, όχι μόνο γύρω από πολιτιστικού χαρακτήρα δρώμενα, αλλά ακόμα και γύρω από τελετές που προσφάτως (γιατί δεν ίσχυε παλαιότερα) οι διοργανωτές τους δεν έχουν ενδοιασμό να τις παρουσιάζουν ως λατρευτικού χαρακτήρα. Από αφέλεια λοιπόν ή από άλλες λιγότερο αθώες αιτίες, γίνονται επικλήσεις προς τους Θεούς μας και επιδεικνύονται τα άγια των αγίων μας μπροστά σε άσχετους θεατές που δεν επιδεικνύουν τον ελάχιστο σεβασμό προς τα εθνικά σεβάσματα και αυτό μάλιστα θεωρείται ως... το απαύγασμα (ή η... «κορυφαία εκδήλωση») της «ελληνοπρέπειας», σε σημείο μάλιστα που να εισπράττει το μένος των φεστιβαλιστών όποιος, είτε φορέας είτε επώνυμος άνθρωπος, αρνείται να συμμετάσχει σε αυτή την κραυγαλέα ασχήμια: ακόμα και ψευτο - «Παναθήναια» ετοιμάζονται για το άμεσο μέλλον και μάλιστα μοιράζονται και από τώρα οι υποσχέσεις για χρηματικές αμοιβές!

Το ζωντανό από τον 15ο αιώνα αίτημα της παλινόρθωσης της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας κινδυνεύει φανερά λοιπόν σήμερα, σήμερα που υποτίθεται ότι η σχετική πολιτική ελευθερία επιτρέπει την μετά από συνεχή και στρατηγικό αγώνα θεσμική ικανοποίησή του, να ξεπέσει σε διεκδίκηση του αρτιότερου ή θεαματικότερου φολκλορισμού με όσο το δυνατόν πιο «πολυπληθές» και πιο «χαρούμενο» και «αφελές» μικροπλήθος. Κάτι δηλαδή που, εάν επικρατήσει, θα ακυρώσει για πολλές δεκαετίες την υπόθεση της πραγματικής παλινόρθωσης και θεσμικής αναγνώρισης, για την οποία εμείς αγωνιζόμαστε, αφού η Ελληνική Εθνική Θρησκεία θα έχει αναντίρρητα απομακρυνθεί από τον εαυτό της και υποβιβαστεί στην αναπαράστασή της.

Σε αυτή την πονηρή ροή εικόνων που παρασύρει τα πάντα «και κάποιος άλλος κατευθύνει όπως του αρέσει τούτη την απλοποιημένη επιτομή του αισθητού κόσμου» για να δανειστούμε από τον Ντεμπόρ, εμείς ωστόσο δεν έχουμε καμία απολύτως πρόθεση να αντιπαρατάξουμε δικούς μας, υποτίθεται «υγιείς», φεστιβαλισμούς στους φεστιβαλιστές και αδίκως ανησυχούν αυτοί για κάτι τέτοιο, γιατί δεν θα το επιχειρήσουμε ποτέ. Αυτό από το οποίο κινδυνεύει η Ελληνική Εθνική Θρησκεία δεν είναι η αναπαράστασή της, ή ακόμη χειρότερα η παραποίησή της, αλλά το πιθανό σφάλμα να τις υιοθετήσει και η ίδια, εξαφανιζόμενη για πάντα μέσα τους.

Δεν θα εμποδίσουμε επίσης κάποια εύπιστα μέλη μας, τα οποία γνωρίζουμε ότι πολιορκούνται στενά για να αποστατήσουν προς τον φεστιβαλισμό, να το πράξουν και μάλιστα μια ώρα αρχύτερα, εάν τέτοιο είναι το ζητούμενο ή το κριτήριό τους. Ο καθένας αξίζει άλλωστε τις επιλογές του και αυτοί που αναζητούν την φιγούρα ή το αργύριον είναι κρίμα να τα στερηθούν. Για εμάς πάντως δεν κάνουν, αφού γνωρίζουμε καλά ότι η αγωνιστική ισχύς δεν κρύβεται στους αριθμούς για τον απλό λόγο ότι το όποιο χαμηλό, απλοϊκό και χυδαίο στοιχείο υπερτερεί πάντοτε αριθμητικά του όποιου υψηλού, σοβαρού και ποιοτικού. Συνεπώς η ποιότητα, η αρετή, η αγωνιστικότητα και η ευσέβεια είναι τα μοναδικά στοιχεία που όντως ενδιαφέρουν το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών.

Κατ’ επέκταση, το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών ενδιαφέρεται και για ν’ αυξήσει κάποιες αποστάσεις που ήδη έχει λάβει. Από την μία την απόσταση από τα μικροπλήθη του λεγόμενου «χώρου», που βεβαίως έχουν κάθε δικαίωμα να πορευθούν όπου θέλουν και να καταλήξουν όπου τους αρμόζει αλλ’ επ’ ουδενί και να το σύρουν μαζί τους, όπως δεν έχουν και δικαίωμα να το βρίζουν επειδή δεν συναγελάζεται και δεν εξομοιώνεται. Τι νοοτροπία και τούτη! Από την άλλη, ενδιαφέρεται να διατηρήσει και εν συνεχεία να αυξήσει την επίσης ήδη απόστασή του από κάθε διαδικασία ή ακόμη και νοοτροπία που βεβηλώνει και ευτελίζει τα σεβάσματα της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας.

Γι’ αυτόν τον λόγο, το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών αποφάσισε σε εδική συνεδρίασή του όλες οι ιεροπραξίες του ετήσιου εορταστικού του κύκλου, με εξαίρεση μόνον

την τελετή για την καλοχρονιά (Χειμερινό Ηλιοστάσιο – Γέννηση Θεού Τριεσπέρου Ηρακλέους),

την τελετή υποδοχής της άνοιξης (Εαρινή Ισημερία), και

την απόδοση τιμής στους Μαραθωνομάχους (γύρω στην Φθινοπωρινή Ισημερία)

να γίνονται εφεξής «εν κλειστώ» από τους αρμόδιους για τον κάθε Θεό ιερείς / ιέρειες και παρουσία μόνον των ορκισμένων μελών μας (των λεγόμενων «Ομοίων»).

Με αυτόν τον τρόπο θα τελεί εφεξής τις ιεροπραξίες της η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, μέχρι αυτή να παλινορθωθεί πλήρως, δηλαδή με ΘΕΣΜΙΚΗ αναγνώρισή της, στην καταπατημένη και λεηλατημένη πατρίδα μας που τώρα βρίσκεται υπό την τυραννία της ορθόδοξης θεοκρατίας και των βαρβαρικών μαζών που αυτή παράγει ώστε να τις έχει στήριγμα. Οι ιεροπραξίες μας θα ξαναγίνουν δημόσιες, μόνο όταν θα υπάρχει ήδη το θεσμικό πλαίσιο να απονέμεται στην Ελληνική Εθνική Θρησκεία ο πρέπων σεβασμός.

Αυτονόητο είναι ότι εφεξής από τις δικές μας τελετές δεν θα δημοσιεύεται και κανενός είδους οπτικό ή ηχητικό υλικό. Ποτέ πια οι λατρευτικές μας πράξεις δεν θα αποτελούν θέαμα για βέβηλα μάτια, πόσο μάλλον «διαφημιστικό υλικό» προς ανθρώπους που δεν αξίζει ούτε καν να μας πλησιάσουν. Όποιος από τούδε έχει την περιέργεια να μας γνωρίσει, θα πρέπει να αρκεστεί στα όσα θα δημοσιεύουμε είτε από τις διαλέξεις και τις άλλες εκδηλώσεις που διοργανώνουμε για την μόρφωση της κοινότητάς μας, είτε από τις πιο πάνω τρεις μόνον ανοικτές τελετές μας, είτε από τους θεσμικο-κοινωνικούς αγώνες που δίνουμε για μια πιο ελληνική και πιο ανθρώπινη Ελλάδα. Όποιος επίσης από τούδε θελήσει να γίνει ένας από εμάς θα πρέπει προηγουμένως να έχει ξεκαθαρίσει με τον εαυτό του εάν είναι ή όχι ικανός να αφοσιώνεται, να κατανοεί και να υιοθετεί στόχους και, πάνω από όλα, ΝΑ ΜΑΧΕΤΑΙ.

ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ

16/5/10

Εκείνος Που Είδε

Κάποια στιγμή ύψωσε το κεφάλι του και είδε
του Θεούς που περιδιαβαίναν τον αέρα
που κάθονταν κάτω από τα αιωνόβια δένδρα
που στέκονταν δίπλα στις κρήνες τις δροσερές.

Κάποια στιγμή βίωσε το κατ’εξοχήν ευκταίο
κι ένιωσε μακάριος, ιερός και μόνος
και πλήρης και απέραντος και ολόλαμπρος
και ποτέ δεν είπε λέξη για όλα τούτα
στους στερημένους ομοίους του που έκρωζαν
κυλιόντουσαν στις λάσπες και σκέπτονταν χρήματα.
Εκείνος πόνεσε απλώς για λογαρισμό τους.

Πόνεσε τόσο πολύ που δεν ξαναπόνεσε πλέον
μήτε την απαίσια στιγμή που σαν τον Ζαγρέα
τα όντα της λάσπης τον κατεσπάραξαν
τον έκοψαν κομμάτια, τον αφάνισαν
επειδή πριν από λίγο είχε πάρει την απόφαση
να τους χαρίσει τελικά επιτέλους με λέξεις
εκείνο που κάποτε του χάρισαν οι Αθάνατοι Θεοί.

Βλάσης Γ. Ρασσιάς

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΩΪΚΙΣΜΟΥ

Εδώ και δεκαετίες ο Στωϊκισμός ασκεί για μία ακόμα φορά στους διανοούμενους του Δυτικού Κόσμου μία έντονη γοητεία, για τον ίδιο λόγο που αυτός απέκτησε τεράστια ισχύ κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, δηλαδή για την εμφανή ευρυχωρία της αντίληψής του, η οποία «λιγότερο άκαμπτη και πιο ευπροσάρμοστη σε σχέση με τον Επικουρισμό» μπορεί να αναδεικνύει ανθρώπους «με προσωπικότητα και πρωτοτυπία» (1).

Βασική αρχή του Στωϊκισμού είναι το να ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με την Φύση (το «ομολογουμένως τήι Φύσει ζην»), στην οποία Φύση έδωσε μία διαφορετική και νέα ερμηνεία, που απείχε πολύ από τις έως τότε διατυπωμένες αντιδιαμετρικές αντιλήψεις των Κυνικών (αντινομιακές και «φιλοζωώδεις») και του Αριστοτέλους (στενά «πολιτικές»). Οι Στωϊκοί μεταμόρφωσαν την Φύση από έναν «αμφίβολο οδηγό» σε απτό και σαφέστατο κανόνα της συμπεριφοράς, ταυτίζοντας την «συμφωνία με την Φύση» με την ενάρετη ζωή. Γι’ αυτούς, η ανθρώπινη φύση δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα οργανικό τμήμα της παγκόσμιας φύσης, η οποία κυβερνάται και καθοδηγείται από τον συμπαντικό νόμο που ονομάζεται Λόγος και στα ανθρώπινα μέτρα εκδηλώνεται μέσω της λογικότητας.

Η βασική φιλοσοφική πρόταση που καταθέτουν οι Στωϊκοί είναι ότι αποτελεί «καθήκον» του ανθρώπου, δηλαδή «αρμόζουσα πράξη» (2), το να θέσει τον πρόσκαιρο εαυτό του σε αρμονία με το Σύμπαν. Για να το επιτύχει αυτό, ο άνθρωπος οφείλει να «μιμηθεί» το Σύμπαν και να αποκτήσει τις προσιτές (3) ιδιότητές του, με πρώτες και κύριες την αγαθότητα και την λογικότητα. Σε αυτό το σημείο, οι Στωϊκοί διαφοροποιούνται απόλυτα από τους σχεδόν σύγχρονούς τους Επικούρειους, οι οποίοι δεν έκαναν διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και στα άλλα ζώα, αναφερόμενοι στο «κάθε ζωντανό ον» όταν επιχειρηματολογούσαν για την αναζήτηση της ηδονής και την αποφυγή του πόνου. Οι Στωϊκοί διακρίνουν τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα ζώα, ορίζοντάς τον ως οντότητα η οποία πέραν του ζωώδους τμήματός της (που αφορά τα ένστικτα) διαθέτει και ένα ανώτερο, το οποίο περιέχει την ηθική αίσθηση και την έλλογη χρήση των εντυπώσεων και σκέψεών του. Κατέχοντας την λογικότητα, ο άνθρωπος συγγενεύει λοιπόν περισσότερο με τους Θεούς παρά με τα ζώα και αυτό το μήνυμα των Στωϊκών, που φυσικά δεν δέχονται ύπαρξη αθάνατης ψυχικής ατομικότητας, είναι το πιο απελευθερωτικό και «λυτρωτικό» που έχει εκφράσει η φιλοσοφική, αλλά και η ευρύτερα θεολογική, σκέψη.

Οι Στωϊκοί τιμούν στο έπακρο την ανθρώπινη φύση, με το να την αντιλαμβάνονται ως έναν «προθάλαμο» σχεδόν της φύσης του Σύμπαντος και των Θεών. Η ολοκλήρωση του ανθρώπου έρχεται με το να «συζεί» σε κάθε στιγμή της εφήμερης ζωής του με τους Θεούς, πράγμα που επιτυγχάνεται με το να ακολουθεί το υψηλότερο τμήμα του εαυτού του, δηλαδή εκείνο που ηγεμονεύεται από την Λογική και την εξ αυτής ηθική αίσθηση. Το μόνο πράγμα που έχει σημασία για τους Στωϊκούς είναι η Αρετή. Από αυτήν και μόνο εξαρτιέται η ευδαιμονία, η ευημερία, η ολοκλήρωση.

Η Αρετή είναι το μόνο που έχει αξία. Όλα τα άλλα, τα οποία οι άσοφοι θεωρούν «αγαθά», όπως λ.χ. η ομορφιά, ο πλούτος, η ισχύς, η υγεία, η διασημότητα κ.ά., δεν είναι παρά πράγματα «αδιάφορα», στον ίδιο βαθμό που είναι «αδιάφορα» (με την έννοια των μη ικανών να βλάψουν πραγματικά τον σοφό) τα υποτιθέμενα «κακά», όπως λ.χ. η ασχήμια, η φτώχεια, η αδυναμία, η αρρώστια, η ανωνυμία κ.ά. Για την κατάκτηση της Αρετής, ο Στωϊκός οφείλει να αναπτύξει την ηθική αίσθηση και να ισχυροποιήσει την λογική πλευρά του εαυτού του, αφήνοντας την ίδια στιγμή την συναισθηματική, δηλαδή ζωώδη, πλευρά του να «υποσιτίζεται» (4).

Κατά κανόνα αποτελεί έκπληξη για τους αμύητους και τους μη γνωρίζοντες η είδηση ότι οι Στωϊκοί δεν κηρύσσουν απόσυρση από τα κοσμικά πράγματα, πόσο μάλλον άρνησή τους. Οι Στωϊκοί καλούν τον άνθρωπο να ζήσει ενεργά μέσα στον κόσμο, συμφιλιωμένος με τις ατέλειες και τις αθλιότητες ακόμη του βίου των θνητών αν και στο μέτρο του λογικώς εφικτού είναι υποχρεωμένος να αγωνιστεί για να τις εξαλείψει. Ο Στωϊκός καλείται να παίξει ενεργό ρόλο στην οικογενειακή και δημόσια ζωή, να παντρεύεται και να τιμά τον θεσμό του γάμου και να συμμετέχει στην πολιτική, δίχως να δεσμεύεται σε δόγματα (5), και να τιμά τους θεσμούς.

Η πολιτική δράση στην οποία καλείται να συμμετάσχει ο Στωϊκός, είναι εκείνη που ανέδειξε από τις τάξεις των οπαδών της συγκεκριμένης σχολής εξαιρετικές προσωπικότητες δραστήριων ανδρών, όπως ο Σφαίρος Βορυσθαινίτης, θεωρητικός της σπαρτιατικής κοινωνικός επαναστάτης του Κλεομένους του Γ, ο κοινωνικός επαναστάτης Βλόσσιος ο Κυμαίος, ο τυραννομάχος Κάτων ο Υτικαίος και ο τυραννοκτόνος Βρούτος, οι αντιστασιακοί Ελβίδιος Πρίσκος, Θρασέας Παετός και Μουσώνιος Ρούφος, αλλά και ο εστεμμένος φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος, διαχρονικό υπόδειγμα πολιτικής και προσωπικής Αρετής.

Αυτή η ίδια πολιτική δράση είναι που τους έκανε πρότυπο στα μάτια των επαναστατών – δημοκρατών του 18ου αιώνα και κυρίαρχη τάση στην μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, η οποία όχι άδικα εόρταζε τον Στωϊκισμό σε ξεχωριστή αργία του Επαναστατικού Ημερολογίου που εκείνη είχε καθιερώσει (6). Αυτή η ίδια πολιτική δράση είναι και που τους κάνει να ασκούν ισχυρή γοητεία στα πιο «προχωρημένα» πνεύματα του σύγχρονου στοχασμού. Αντίθετα, τα «μη προχωρημένα» πνεύματα εξακολουθούν να εκφράζουν απέχθεια προς τον Στωϊκισμό, μιμούμενοι τους υπόλοιπους αντιδραστικούς που αισθάνονται ότι απειλούνται από αυτόν, κυρίως από την εμμονή του στην επικράτηση της Αρετής. Στο «μη προχωρημένο» πνεύμα θα πρέπει να καταταχθεί και η στρεβλή «μαρξιστική» ανάγνωση του Στωϊκισμού, δείγμα της οποίας αποτελεί η ρηχότητα του Γιάννη Κορδάτου, ο οποίος καταλαβαίνει ως και αποκαλεί «απολογία του απολυταρχισμού και κατήχηση ραγιαδισμού» (…) τις «Περί Καθήκοντος» θέσεις του Παναίτιου του Ρόδιου («Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», Αθήνα, 1972, σελ. 461).

Ο Παναίτιος (185 – 110), εισηγητής του άγνωστου ελληνικού όρου τον οποίο ο Κικέρων απέδωσε ως «humanitas» (ανθρωπιστική καλλιέργεια και φιλανθρωπία) και ο πρώτος που κατέγραψε ως απόδειξη των δυνάμεων του ανθρώπου τις τέχνες του πολιτισμένου βίου, είχε επίσης εισάγει στον αρχικό Στωϊκισμό (μέσα από την διατριβή του «Περί Καθήκοντος», την οποία μετέφερε αργότερα ο Κικέρων στο «De Officiis») την έννοια του «αρμόζοντος» ή «πρέποντος» («decorum» στον Κικέρωνα), ως καθοριστικού παράγοντα στην συμπεριφορά του σωστού ανθρώπου. Υπάρχουν για όλους τους ανθρώπους κάποια «πρέποντα» που ορίζονται ως «καθολικά» και για τον κάθε έναν άνθρωπο ξεχωριστά κάποια «ειδικά» «πρέποντα», και αυτό επειδή ο κάθε άνθρωπος αποτελεί έναν ξεχωριστό μικρό «κόσμο». Αντίθετα από τους Κυνικούς, οι οποίοι λόγω της εμμονής τους να απορρίπτουν τις κοινωνικές συμβάσεις κατέληξαν πολύ γρήγορα στο περιθώριο, οι Στωϊκοί από τον 2ο αιώνα π.α.χ.χ. (πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης) και μετά απεδείχθησαν πέρα για πέρα ικανοί να παρακολουθήσουν τα μέτρα της καθημερινής ζωής, γι’ αυτό και θα επικρατήσουν απόλυτα μέχρι και την εποχή των Αντωνίνων, για ένα χρονικό διάστημα δηλαδή που φθάνει τους τέσσερις αιώνες και που επίσης δίνει προτεραιότητα στην έμπρακτη εφαρμογή των θεωριών αντί στον απλό σχηματισμό τους (7).

Συγκρίνοντας σε κάποιο σημείο του έργου του τους Στωϊκούς με τους Επικούρειους, ο Clarke έχει παραδεχθεί πως «ανεξάρτητα από το εάν μεν ή οι δεν είχαν τα καλύτερα επιχειρήματα, δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποια από τις δύο σχολές έδωσε την πιο ενθαρρυντική εικόνα για την ζωή. Ο Λουκρήτιος παρατηρεί το γυμνό και αβοήθητο βρέφος σαν έναν ναυαγό που γεμίζει τον τόπο με το κλάμα του, και αναρωτιέται πόσα δεινά πρέπει ακόμα να περάσει στην ζωή του. Η στωϊκή άποψη από την άλλη, η οποία κατέστησε τον άνθρωπο κέντρο του Σύμπαντος και κύριο της δημιουργίας, είναι γεμάτη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση… ήταν μία φιλοσοφία που κολάκευε την αυτοεικόνα του ανθρώπου, χωρίς να προσβάλλει την λογική του, μία φιλοσοφία στην οποία έβρισκαν αναγνώριση οι διάφορες κλίσεις του ανθρώπου, κοινωνικές, καλλιτεχνικές, πνευματικές και θρησκευτικές…» (8).

Η πιο σημαντική εποχή του Στωϊκισμού ήταν εκείνη κατά την οποία κυβέρνησε την αχανή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του 2ου αιώνα μ.α.χ.χ. (μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης) ο παιδιόθεν Στωϊκός Μάρκος Αυρήλιος, ο οποίος κατέθεσε στην παγκόσμια Ιστορία το ανεπανάληπτο πρότυπο του κατ’ αρετήν κυβερνήτη. Έναν αιώνα πριν, οι Στωϊκοί είχαν εγείρει ανάστημα κατά του δεσποτισμού, πληρώνοντάς το με φυλακές, θανατώσεις και εξορίες των επιφανέστερων στελεχών τους. Το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα όμως, έρχεται ένας Στωϊκός να λειτουργήσει ως ο πολιτικός και ηθικός ρυθμιστής του τότε γνωστού κόσμου, με καθημερινή επίδειξη της αυτοπειθαρχίας, της απλότητας, της λογικότητας και της ειλικρίνειας, τις οποίες δίδασκαν οι προηγούμενοι φιλόσοφοι. Κυρίως της ειλικρίνειας, ιδίως της ειλικρίνειας προς τον ίδιο μας τον εαυτό, δηλαδή με το Ηγεμονικό της ψυχής, το Θείο που ενυπάρχει σε όλους μας.

Ο Στωϊκισμός δεν γαργαλούσε τον συναισθηματικό κόσμο, όπως θα κάνουν σε λίγο, αρκετά ύπουλα, οι χριστιανοί. Το μόνο που αρκέστηκε να υποστηρίξει, με την πεποίθηση ότι δεν απευθύνεται σε νήπια ή σε ανόητους, αλλά σε ενήλικους και συγκροτημένους ανθρώπους, είναι ότι το έλλογο ον που λέγεται άνθρωπος, στην ουσία κακομεταχειρίζεται την ίδια την ψυχή του και προσβάλλει την εσωτερική του θεότητα κάθε φορά που απομακρύνεται από την λογική ανθρώπινη φύση ή στρέφεται ενάντια στους συνανθρώπους του.

Πηγή:

Βλάσης Γ. Ρασσιάς