Είμαι ή Σοφία. Είναι δύσκολο για τους ανθρώπους, ακόμη και γιά τους καλύτερους, να με αναγνωρίσουν αμέσως, μέ τους πέπλους πού μέ σκεπάζουν και γιατί, σάν τόν ουρανό, είμαι θύελλα συνάμα καί γαλήνη. Αλλά έσύ, καλέ μου "Αριε, μέ αναζήτησες πάντα καί κάθε φορά πού μέ συνάντησες, έβαλες τά δυνατά σου, μέ δλο σου τό πνεύμα καί δλη τήν καρδιά σου, γιά νά μέ αναγνώρισης.
"Ο,τι έγραψες γιά μένα, ω ποιητή, είναι αληθινό.
Η ελληνική μεγαλοφυία μ' έκαμε νά κατεβώ στην γή καί τήν εγκατέλειψα δταν παρέδωσε τό πνεύμα της. Οι βάρβαροι, πού εισέβαλαν στον κόσμο τής τάξεως πού έδωσαν οί νόμοι μου, αγνοούσαν τό μέτρο καί τήν αρμονία. ' Η ομορφιά τους προκαλούσε φόβο καί τους φαινόταν σάν κάτι κακό. Βλέποντας πώς ήμουν δμορφη, δέν πίστεψαν δτι ήμουν ή Σοφία. Μ" έδιωξαν. "Οταν, σκορπίζοντας μιά νύχτα δέκα αιώνων, φάνηκε ή αυγή της ' Αναγεννήσεως, ξανακατέβηκα στην γη. Επισκέφθηκα τους άνθρωπιοτάς καί τους φιλοσόφους μέσα στά κελιά τους, δπου μέ πάθος φύλαγαν, στό βάθος τών συρταριών τους μερικά βιβλία, τους ζωγράφους καί τους γλύπτες στά εργαστήρια τους, πού δέν ήταν παρά φτωχικά μαγαζιά τεχνιτών. Μερικοί προτίμησαν νά καούν ζωντανοί, παρά νά μέ απαρνηθούν. "Αλλοι, δπως ό "Ερασμος, διέφυγαν άπό τους ηλιθίους αντιπάλους τους μέ τήν είρωνεία(...).
Από τότε, άπό τήν στιγμή πού ή σκέψις, στά ανώτερα επίπεδα της, είναι ελεύθερη, είμαι ακατάπαυστα αντικείμενο σεβασμού τών έτπστημόνων, τ&ν καλλιτεχνών καί των φιλοσόφων. ' Αλλά άπό αένα δέχθηκα τήν πιό τρυφερή καί τήν πιό λιτή Ισως λατρεία. " Από σένα καί τις πιό αγνές καί γεμάτες πίστι προσευχές. Πάνω στην ιερή μου ' Ακρόπολι, μπροστά στον ερειπωμένο Παρθενώνα μου, μέ χαιρέτησες μέ τά ωραιότερα λόγια πού ειπώθηκαν ποτέ σ' αυτόν τόν κόσμο, άπό τήν εποχή πού οι μέλισσες μου απέθεταν τό μέλι τους στά χείλη τοϋ Σοφοκλέους καί του Πλάτωνος.
Οι αθάνατοι οφείλουν περισσότερα άπ' όσο νομίζεται σ' αυτούς πού τους λατρεύουν. Τους οφείλουν τήν ζωή. Είναι κι αυτό ένα μυστήριο στό όποιο μυήθηκες. Οι θεοί παίρνουν τήν τροφή τους άπό τους ανθρώπους. Τρέφονται άπό τόν καπνό πού ανεβαίνει άπό τό αίμα τών θυσιών τους. Ξέρεις δτι αυτό σημαίνει πώς ή ουσία τους αποτελείται άπ' όλες τίς σκέψεις καί άπ* όλα τά αισθήματα τών ανθρώπων. Οι σπονδές τών αγαθών ανθρώπων τρέφουν τους αγαθούς θεούς. Οϊ μαύρες θυσίες τής αγνοίας καί τοΰ μίσους παχαίνουν τους άγροίκους θεούς. Τό έχεις πει: οϊ θεοί δέν είναι πιό αθάνατοι άπό τους ίδιους τους ανθρώπους. ' Υπάρχουν αυτοί πού ζουν άπό δυό χιλιάδες χρόνια, βραχύβιοι άν συγκριθούν μέ τά χρόνια τής γης, ή έστω καί της άνθρωπότητος, ελάχιστη καί αδιόρατη στιγμή της ζωής τοϋ σύμπαντος. Σέ δυό χιλιάδες χρόνια, οί φλογεροί ήλιοι πού εκτοξεύονται στό διάστημα, δέν φαίνονται κάν νά έχουν μετακινηθή.
'Εγώ, ή Παλλάς Αθηνά, ή θεά μέ τά ανοιχτόχρωμα μάτια, σέ σένα οφείλω τό δτι ζώ ακόμη. ' Αλλά ήταν λίγο πράγμα ή παράτασις της ζωής μου. Λυπάμαι τους θεούς πού σέρνονται μέσα στους άχρωμους καπνούς ενός υπολείμματος λιβανιού, τήν χλωμή καί θλιμμένη παρακμή τους. Μ' έκαμες πιό όμορφη καί πιό μεγάλη άπ' δσο ήμουν. Μέ έθρεψες μέ τήν δύναμί σου καί μέ τήν ιδεολογία σου καί διά μέσου έσοϋ καί αυτών πού σοϋ μοιάζουν, τό πνεύμα μου έπλάτυνε τόσο, ώστε νά μπορή νά συμπεριλαμβάνη τό σύμπαν τοϋ Κέπλερ καί τοΰ Νεύτωνος.
Ανατόλ Φράνς