Απόσπασμα απο: " Η Γενεαλογια της Ηθικής του Νίτσε"
Για να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, λέει ό Νίτσε. πρέπει πρώτα να τον αναζητήσει. Πρέπει λοιπόν να επιστρέψει στις ρίζες, στό «απώτερο παρελθόν». Διότι «το μέλλον ανήκει σ' εκείνον ό όποίος θα έχει την πιο μακριά μνήμη».
Το μεγάλο έγκλημα των ηθικολόγων στα μάτια του Νίτσε, είναι ότι έδωσαν στον πόνο μια δηλητηριασμένη εξήγηση: Εάν κανείς υποφέρει, είναι γιατί έκαμε ένα λάθος, μια αμαρτία. Παράλληλα, οι ιερείς «στιγμάτισαν όλα τα αισθήματα της ηδονής, βλέποντας σ' αυτά την αμαρτία και την γοητεία» «έδωσαν τα ονόματα τα πιο ιερά ατά αισθήματα αδυναμίας» , «παραχάραξαν την Αγάπη για να την κάμουν Εγκατάλειψη και 'Αλτρουισμό «είδαν στην μεγαλοσύνη μία άρνηση» , «θεώρησαν την ζωή σαν τιμωρία, την ευτυχία σαν πειρασμό, το πάθος σαν κάτι το διαβολικό, την εμπιστοσύνη σαν ανίερη» (ίδιο έργο).
Η ΦΟΒΕΡΟΤΕΡΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ
Για τον Νίτσε, βρισκόμαστε μπροστά σε μία ασθένεια: «την τρομερότερη ασθένεια πού ενδήμησε ποτέ μέσα στους ανθρώπους", 'Η καταγωγή της ασθένειας αυτής είναι ή εμφάνιση, σε μια καθορισμένη έθνογεωγραφική περίμετρο, ενός ηθικού τύπου, φορέως μιας νοοτροπίας και μιας προθέσεως, του όποιου ή τελειότερη ενσάρκωση είναι ό 'Ιερεύς.
Για τον 'Ιερέα, οποιοδήποτε γεγονός είναι μία ηθική ένδειξη. 'Ο κόσμος δεν είναι πλέον γεμάτος γεγονότα αντικειμενικά ουδέτερα, τα οποία αξιολογούνται από τις συγκυρίες. Είναι γεμάτος μόνον από τιμωρίες και ανταμοιβές. Οποιοδήποτε ευτυχές γεγονός είναι ένδειξη μιας ανταμοιβής «γραμμένης" στήν αιώνια τάξη πραγμάτων. 'Οποιοδήποτε άτυχές γεγονός είναι ένδειξη μιας τιμωρίας, πού τιμωρεί ένα «ηθικό λάθος» σημερινό, περασμένο, η και μελλοντικό.
Η προσπάθεια επέτυχε; Είναι γιατί ή θεότης άκουσε τις εκκλήσεις πού της έκαμαν. Απέτυχε; Είναι γιατί οι προσευχές δεν ήσαν αρκετά ευλαβείς, ή γιατί ό ενδιαφερόμενος ήταν άσεβής (δεν ήταν αγνός). Ξεκινά κανείς μία επίμεμπτη πράξη και παρ' όλα αυτά κερδίζει; Είναι γιατί συγχωρήθηκε. 'Απέτυχε και πιάστηκε; Τιμωρήθηκε. Έτσι, για κάθε συγκυρία της ζωής, με κατάλληλο χειρισμό της διαλεκτικής και της λογοκοπίας, εγκαλώντας αδιερεύνητα και ανεξέλεγκτα δόγματα, ό 'Ιερεύς εξηγεί ακάματα το γιατί και το πώς των καταστάσεων πού ό ίδιος φαντάζεται.
ΜΙΑ ΠΕΙΘΑΡΧΕΙΑ ΠΑΡΑ ΦΥΣΙΝ
'Όταν κακομεταχειρίζεται κανείς το σώμα, γράφει ό Νίτσε (στην «Θέληση της δυνάμεως»), δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος για τα αισθήματα ένοχης, δηλαδή μία αρρωστημένη κατάσταση πού χρειάζεται μία εξήγηση. Αυτήν την εξήγηση, ό Ιερεύς την παρέχει με μία θέρμη σχεδόν μονομανιακή, έποφελoύμενoς της ασθένειας και τού υποβόσκοντος μαζοχισμού.
Η κακοδιαθεσία την οποία δημιούργησε ή αμφιβολία είναι το τίμημα πού ό άνθρωπος πρέπει να πλήρωση για την προσβολή πού έκαμε. Συνειδητά ή όχι, προς την θεότητα. Και ή προσβολή πρέπει να εξιλεωθεί μέσω του Ιερέως, ό οποίος ανακαλύπτει την φύση της, αναλύει τις αιτίες της και προτείνει ένα φάρμακο.
Ο 'Ιερεύς παρουσιάζεται έτσι ως μεσάζων μεταξύ τού δημιουργού-λυτρωτή και τού αμαρτωλού όντος, μεταξύ του ανθρώπου πού κάνει λάθη και τού Θεού πού είναι τέλειος.
Χάρις στην μεσίτευση του, στην ικανότητά του (γιατί ξέρει το κακό όπως ό γιατρός ξέρει την ασθένεια και ό ψυχαναλυτής τα συμπλέγματα), ή θεότης θα ευαρεστηθεί να ξεπλύνει την ακαθαρσία, να σταματήσει την οργή της, να εξαφάνιση το λάθος, να πέραση τέλος το όνομα τού θνητού, από τον πίνακα των κολασίμων κατηγοριών από τετράδιο των ουράνιων αμοιβών και των ευλογημένων οραμάτων!
Ο άνθρωπος «ό οποίος υποφέρει από μία οποιαδήποτε αιτία, φυσιολογική ασφαλώς» αναρωτάται για τούς λόγους του πόνου του. Τότε συναντά κάποιον που γνωρίζει ακόμη αυτό που είναι κρυφό, τον μάγο του, τον ασκητικό ιερέα, ό οποίος του δίνει μία πρώτη ένδειξη για την αιτία του πόνου του.
Πρέπει να την αναζήτηση στον ίδιο τον εαυτό του, σε ένα λάθος που έκαμε στο παρελθόν. Πρέπει να εξηγήσει τον πόνο του σαν μια τιμωρία... ’κουσε, κατάλαβε ό δυστυχής, τώρα έχει γίνει σαν μία κότα, γύρω από την οποία έχει χαραχθεί μία γραμμή. Δεν μπορεί πλέον να βγει από τις κυκλικές αυτές γραμμές, από άρρωστος, έχει γίνει αμαρτωλός.
Η συναίσθησης του λάθους μας παρουσιάσθηκε ακατέργαστη κατά κάποιο τρόπο. Στα χέρια του 'Ιερέως, αυτού του καλλιτέχνη του συναισθήματος του λάθους, αυτό το συναίσθημα άρχισε να παίρνει μορφή! - και τι μορφή!
'Η αμαρτία! γιατί αυτό είναι το όνομα που δίνει ό Ιερεύς στην ζωική «κακή συνείδηση», ή αμαρτία έμεινε ως τώρα το βασικό γεγονός στην ιστορία της άρρωστης ψυχής και αντιπροσωπεύει για μας την πιο ολέθρια επιδεξιότητα της θρησκευτικής ερμηνείας.
Η έννοια της αμαρτίας ανήκει ειδικά στον 'Ιερέα. Στο λεξιλόγιο του παλαιού ευρωπαϊκού κόσμου, δεν υπάρχει λέξη για να την ερμηνεύσεις. Στην γλώσσα του Βιργιλίου και του Κικέρωνος, το «πεκάτουμ» θέλει να πει λάθος, έγκλημα, δηλαδή συγκεκριμένα πράγματα ενώ στην ελληνική γλώσσα ή ανάλογη λέξη ήταν «ύβρις»
'Η έννοια της αμαρτίας δεν είναι παρά μία 'Ιερατική παρέκκλιση, αναλογούσα σε μία ιδέα, την οποίαν ή Αρχαιότητα δεν είχε ποτέ συνειδητοποιήσει, ένα πολύ ειδικό λάθος, βασιζόμενο σε μυστήρια, σε δόγματα και σε αισθήματα ένοχής. 'Ένα λάθος πού έγινε έναντι της θεότητας μόνον και των δικών της απαιτήσεων και ιεροτήτων.
Για τον Νίτσε, ή αποθέωση του ηθικού τύπου πού ενσαρκώνεται από τον Ιερέα, είναι το «ασκητικό ιδεώδες». Ο φιλόσοφος επιμένει στον ρόλο του ασκητού, στον όποιον βλέπει «την αντίφαση φτιαγμένη άνθρωπο».
Υπάρχει σ' αυτόν ένα αχόρταγο ένστικτο, το όποιο θέλει να τα βάλει με την ζωή, την δική του και των άλλων. Δηλαδή δεν επιβεβαιώνεται παρά με το να αρνείται (ή θέση του δεν είναι παρά μία άρνηση) δεν δέχεται να υπάρχει, παρά για να ρίχνει το ανάθεμα επάνω σε ότι υπάρχει. Δεν έχει παρά μίσος για τον κόσμο, για τις φυσικές λειτουργίες, για το σφρίγος, την δύναμη, το κάλλος και την χαρά.
'Ο άνθρωπος με την κακή συνείδηση έπιασε μία θρησκευτική υπόθεση, για να ώθηση το ίδιο του το βασανιστήριο σε βαθμό σκληρότητας και οξύτητας τρομακτικό. Μία υποχρέωση προς τον Θεό. Η σκέψη αυτή, γίνεται γι' αυτόν ένα όργανο βασανισμού. Παίρνει από τον Θεό και τις τελευταίες αντιθέσεις πού μπορεί να φανταστεί μέσα από τα ίδια του τα ζωικά και αχαλίνωτα ένστικτα και μεταλλάσσει τα ίδια αυτά ένστικτα, σε λάθη έναντι του Θεού (έχθρότης, αντίδραση, επανάσταση έναντι του κυρίου, του πατέρα, του προγόνου και της αρχής του κόσμου.
Στέκεται ατό κέντρο της αντιθέσεως μεταξύ Θεού και Διαβόλου, αποβάλλει από τον εαυτό του όλες τις αρνήσεις, ότι τον ωθεί στην άρνηση του εαυτού του, στην άρνηση της φύσεως, του φυσιολογικού, την πραγματικότητα της ύπαρξης του, για να επιτύχει την βεβαιότητα ενός πράγματος πραγματικού, ζωντανού, αληθινού, Θεού, αγίου, Θεού δικαίου, Θεού δημίου, το υπερπέραν, το αιώνιο μαρτύριο, την κόλαση, το απροσμέτρητο μεγαλείο της τιμωρίας και του λάθους. Πρόκειται για ένα είδος τρέλας θελήσεως για ψυχική σκληρότητα, ανάλογη της όποιας δεν θα βρει κανείς.
Αυτός ό εκδικητής (και ζηλόφθονος) Θεός, γίνεται μόνιμος κατήγορος, γιατί είναι πάντοτε μοναδικός για εκδίκηση. ’λλωστε πως δεν θα ήταν; Έτσι, ό αδύνατος αυτοκαταδικάζεται ανέκκλητα την ίδια στιγμή πού θέλει να έξαφθή από ενθουσιασμό. Πρέπει πλέον να εξομοιώσει τον πόθο του με αυτήν την προοπτική της σωτηριολογίας, όπου ό θρίαμβος, το μαρτύριο, ή λύτρωση και ή εξαφάνιση του εγώ είναι αδιάλυτα ανακατεμένα